Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ


.
.

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

στη Ν.
.

Χρωστάω την παρακάτω παλιά ιστορία στην μητέρα της φίλης Ι.Κ., που την άκουσε από τη μαμά της, που τότε ήταν μικρό κορίτσι περίπου 11 χρονών. Την άκουσα στο φιλόξενο σπίτι τους στον Αρμενιστή το έτος 1995, και άρα, μετρώντας τις γενιές προς τα πίσω, υπολογίζω ότι η ιστορία αυτή συνέβη στα 1915- 1920.

Εκείνη τη εποχή ακόμα, σε κάποιες μακρινές περιοχές της Ελλάδας, και ιδιαίτερα στα νησιά, οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα έρημα βουνά κατοικούνται από δαίμονες που βγαίνουν τη νύχτα – δαίμονες επικίνδυνους, εκμαυλιστές, άρπαγες, απατεώνες, σκανδαλιστές, όργανα του σατανά.

Γι’ αυτόν τον λόγο, αν έχετε προσέξει, τα χωριά π.χ. της Ικαρίας, είναι κυκλωμένα από διάφορα μικρά ξωκλήσια. Αυτά βρίσκονται πάντα πάνω στα μονοπάτια στις εισόδους/εξόδους των οικισμών και των καλλιεργημένων εκτάσεων γύρω τους, ενώ τα μακρινά χωράφια είχαν κι αυτά το ξωκλήσι τους το οποίο συνήθως βρισκόταν στο κέντρο τους ή σε άλλη περίοπτη θέση κοντά τους.

Ο λόγος της ύπαρξης τους ήταν μαγικο/θρησκευτικός: οι δαίμονες, πλησιάζοντας και βλέποντας τον σταυρό, τρέπονταν σε φυγή κι έτσι τα δόλια νυκτερινά σχέδιά τους εναντίον π.χ. της σοδειάς, των ζώων ή των ανθρώπων, ματαιώνονταν.
Μιλάμε για μια εποχή που οι άνθρωποι πήγαιναν παντού με τα πόδια και συχνά νύχτωναν στις ερημιές, είτε γυρίζοντας από τους αγρούς, είτε επιστρέφοντας από δουλειές ή ταξίδι. Επίσης πολύ συχνά, όταν ήταν να κάνουν κάποια μεγάλη διαδρομή, έφευγαν από τα σπίτια τους αρκετές ώρες πριν χαράξει – βαθιά νύχτα – όταν οι δαίμονες ήταν ακόμα ξαπολυτοί και ασύδοτοι στα βουνά.

Μια τέτοια ώρα, μαύρα μεσάνυχτα, ξεκίνησε η προγιαγιά της Ι.Κ. από το χωριό Μ. της βόρειας Ικαρίας για να πάει στον Άγιο (*) στην άλλη άκρη του νησιού για να προλάβει το δικαστήριο που θα δικαζόταν μια υπόθεσή της. Πολλοί άλλοι από πολλά χωριά θα πήγαιναν εκείνη τη μέρα στην πρωτεύουσα διότι το δικαστήριο, βλέπετε, ήταν περιοδεύον και οι ημερομηνίες των συνεδριάσεων ήταν αποκλειστικές. Όποιος δεν πήγαινε, έχανε τη δίκη, ή έπαιρνε αναβολή, δηλαδή, πάλι έχανε.

Ήταν μια κρύα αλλά ήσυχη νύχτα του Δεκέμβρη. Οι θύελλες της ισημερίας είχαν περάσει ενώ σε λίγες μέρες άρχιζε το 12ήμερο (*) των Χριστουγέννων. Αρκετοί χωριανοί είχαν ξεκινήσει ήδη να πάνε κι αυτοί στο δικαστήριο, κι έτσι η γυναίκα δεν ένιωθε φόβο. Μάλιστα σήκωσε και πήρε μαζί της την κόρη της για παρέα. Ήθελε κιόλας, όπως έλεγε, “να της δείξει τον κόσμο”, δηλαδή, την πρωτεύουσα και το πλήθος απ’ όλα τα μέρη του νησιού, που θα μαζευόταν εκεί για το δικαστήριο.

Μάνα και κόρη πήραν τον δρόμο λοιπόν στο φως της άστρων, κι ανηφόριζαν, όλο ανηφόριζαν για το βουνό. Περνώντας από τις τελευταίες αγροικίες, έκαναν τον σταυρό τους στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη – τελευταίο φύλακα της χριστιανικής επικράτειας – και μπήκαν στα βαθορούμανα που έζωναν τις βουνοκορφές. Στην κορυφή ενός λόφου, στάθηκαν μαζί με άλλους στο ξέφωτο, μίλησαν λίγο – ένα μικροσκοπικό αλλά κατάμαυρο συννεφάκι στον ουρανό ήταν κάπως ανησυχητικό – σταυροκοπήθηκαν πάλι και ξαναξεκίνησαν.

Στον δρόμο, άλλοι βαδίζοντας γρήγορα, άλλοι πιο αργά, η αρχική ομάδα διαλύθηκε λίγο-λίγο, κι οι δυο γυναίκες βρέθηκαν να βαδίζουν μοναχές τους. Κανένας λόγος, όμως, ανησυχίας. Μόνο αυτό το μικρό μαύρο συννεφάκι που έμοιαζε κολλημένο στο ίδιο σημείο από πάνω τους, τι σημάδι να ήταν; Ευτυχώς, από τη μεριά της Σάμου, στην ανατολή, το σκοτάδι της νύχτας είχε σπάσει – μόλις αχνόφεγγε μια χαρακιά. Σε δύο ώρες θα ξημέρωνε.
Φτάνοντας στα οροπέδια, κατάκορφα στον Αθέρα, έφεξε τόσο ώστε άρχισαν επιτέλους να βλέπουν λίγο το δρόμο μπροστά τους. Ωστόσο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το συννεφάκι μεγάλωσε, μεγάλωσε κι άλλο, τα αστέρια χάθηκαν, χάθηκε και το χάραμα, έγινε πίσσα σκοτάδι.

Η πρώτη αστραπή ήταν ξερή. Η δεύτερη όμως έφερε μια μονοκόμματη γερή βροχή – νερό με τους κουβάδες.

Η μάνα, ξέροντας τα κατατόπια, τραβήχτηκε με την κόρη της και κρύφτηκαν κάτω από μια καμάρα – θολωτό βράχο σαν σπηλιά, γνωστό σε όλους τους διαβάτες. Έβλεπαν το νερό απ’ έξω να πέφτει σαν κουρτίνα, τις αστραπές, τους κεραυνούς…
– Μάνα, τι να γίναν οι άλλοι;
– Σε κάποια καμάρα θα είναι κι αυτοί.
– Θα χάσεις το δικαστήριο, μάνα.
– Μόλις κόψει θα ξεκινήσουμε. Δεν θ’ αργήσει.

Πραγματικά, όσο γρήγορα κι άγρια είχε ξεκινήσει η μπόρα, τόσο γρήγορα έκοψε, κι έγινε μια ήσυχη σταθερή βροχή. Μάνα και κόρη ξεμύτισαν από την καμάρα, όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσαν δυνατό ποδοβολητό. Κάποιος ερχόταν τρέχοντας.

Στο φως της χαραυγής, και πότε-πότε, μιας μακρινής αστραπής, φάνηκε μια σκοτεινή αντρική φιγούρα που πλησιάζει γοργά, βγάζοντας ήχους σαν βογγητά, με το περίγραμμά της να φέγγει με κάτι σαν λαμπερή άχνη που γυάλιζε.
– Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά!
– Μάνα, τι είναι; Ποιος είναι;
– Δαίμονας! Κρύψου!

Η κόρη όμως δεν υπάκουσε αλλά έμενε να κοιτάζει έκθαμβη τον δαίμονα που ερχόταν καταπάνω τους αχνιστός. Μέσα στο μούχρωμα η μορφή του φαινόταν πια καθαρά. Κράταγε κάτω από τη μασχάλη του ένα πακέτο και ήταν γυμνός – ολόγυμνος!

.

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

.

Η μάνα σκέπασε τα μάτια της κόρης της με τα χέρια της. Πες την προσευχή σου, την διέταξε, και σάωσε. Είναι σίγουρα οξαποδώς, κάτι έχει κλέψει, το πάει στην τρύπα του. Αν δεν μας πάρει χαμπάρι, θα πάει στον αγύριστο, θα φύγουμε κι εμείς, να βρούμε τους άλλους.
– Μάνα, γιατί είναι γυμνός; Γιατί φέγγει έτσι;
– Σάωσε, λέω! Δεν είδες τίποτα. Λέγε την προσευχή σου!

Τέλος πάντων, χάθηκε ο δαίμονας πίσω απ’ τα βράχια, πέρασε λίγη ώρα, κι η μάνα κι η κόρη ξεκίνησαν δειλά-δειλά να περπατούν μέσα στο ψιλόβροχο. Άλλωστε είχε πια σχεδόν ξημερώσει. Έτσι πηγαίνοντας, βρεγμένες, λασπωμένες, τρέμοντας από το κρύο, αλλά κι απ’ τη φρίκη, έφτασαν στ’ Απερίχου κι είδαν από μακριά τα εκκλησάκια των χωριών ίσα κάτω. Εκεί στάθηκαν κι έκαναν τον σταυρό τους κι ήρθε λιγάκι η καρδιά τους στη θέση της. Στο μεταξύ η βροχή σταμάτησε κι ένας λαμπρός πρωινός ήλιος φώτισε το χειμωνιάτικο τοπίο των βουνών και το ήρεμο βαθυγάλανο πέλαγος.

Κι έτσι έφτασαν στον Άγιο – και μάλιστα στην ώρα τους. Στο Διοικητήριο ο κόσμος είχε μαζευτεί και ο γραμματέας διάβαζε τον κατάλογο των υποθέσεων της ημέρας. Όμως τι εμφάνιση ήταν αυτή που είχαν όλοι; Οι πάντες βρεγμένοι ως το κόκκαλο, λασπωμένοι, βρώμικοι, άλλοι σκεπασμένοι με τσουβάλια, άλλοι ξυπόλητοι με τα καλά τους παπούτσια στο χέρι – είχαν βλέπεις φάει όλη τη βροχή στον δρόμο. Κανείς δεν είχε κάνει πίσω, να βρει απάγκιο, να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν έμπαινε θέμα να χαθεί μια δικάσιμος! Το περιοδεύον δικαστήριο, εξάλλου, ήταν και ένα σπουδαιότατο κοινωνικό γεγονός. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα – “μάθαινες τον κόσμο”.

Εκεί λοιπόν που περίμεναν τη σειρά τους η μάνα κι η κόρη, βλέπουν να βγαίνει από το κτίριο ο πρώτος που δικάστηκε η υπόθεσή του. Ήταν γνωστός τους, γείτονας από το ίδιο χωριό – χαρούμενος διότι, ως φαίνεται, η δίκη του πήγε καλά. Ήταν νέος, μεγαλόσωμος, στιβαρός, και πράγμα πολύ παράξενο, δεδομένων των περιστάσεων, έδειχνε άψογα ντυμένος με το κυριακάτικο κοστούμι του σιδερωμένο και τα παπούτσια του γυαλισμένα, τέλεια, σαν καινούρια.

“Καλημέρα κουμπάρε” του λέει η μάνα. “Ήρθες στον Άγιο αποβραδίς; Εδώ ξημερώθηκες;”
“Όχι δα” λέει αυτός. “Ξεκίνησα κι εγώ σαν κι εσάς – νύχτα ήταν ακόμα. Όμως άργησα λίγο και δεν σας βρήκα στον δρόμο”.
“Και πως και δεν βράχηκες; Κοίτα εμάς, τα χάλια μας…”
“Α, ναι. Που λες, εκεί που περπατούσα κι άρχισε να βρέχει, λέω, πάει το καλό μου κοστούμι, πάνε τα παπούτσια. Κοιτάζω γύρω μου, μόνος μου είμουν, τα βγάζω όλα, τα κάνω πακέτο κι αρχίζω να τρέχω. Τρέχοντας, λέω, θα φτάσω πιο γρήγορα και θα μένω και ζεστός. Έτσι, σου λέω, έπεφτε και έφευγε η βροχή από πάνω μου σαν σύννεφο καθώς έτρεχα. Μόνο που στον ανήφορο, λίγο πριν το διάσελο, εκεί που είναι η καμάρα – την ξέρεις – λαχάνιασα κι άρχισα να κοντανασαίνω. Κι ο ιδρώτας πολύς, πάρα πολύς. Σαν καπνός έβγαινε απ’ το δέρμα μου. Μα που να σταματήσω; Είχα, βλέπεις, φοβηθεί και λιγάκι. Μου είχε φανεί σαν να έφεγγα, ένα πράγμα, σαν να έβγαζα φως (*).
Οι δαίμονες, λέω, θα ΄ναι, με βάζουν σε πειρασμό. Έκανα τον σταυρό μου και συνέχισα. Στα χωριά τ’ Απερίχου έβαλα τα ρούχα μου, στη Λευκάδα έβαλα τα παπούτσια μου, και να ‘μαι!”

– Να χαίρεσαι κουμπάρε, έχεις μυαλό! Αλλά να φοβάσαι τους δαίμονες, δεν το δέχομαι, κοτζάμ άντρας! Αυτά είναι ψέματα που λένε οι κατσικοκλέφτες για να κάνουν τις δουλειές τους με την ησυχία τους τη νύχτα…

Εκείνη τη μέρα στο καφενείο της πρωτεύουσας η εντεκάχρονη τότε γιαγιά της φίλης μου Ι.Κ. ήπιε το πρώτο της κονιάκ. Την ίδια ώρα η μάνα της κοπάνησε μονορούφι ένα τριπλό!

Άγγ. Κ.

(*) Άγιος Κήρυκος, “Άγιος” για συντομία, η πρωτεύουσα της Ικαρίας.
(*) Το διάστημα μεταξύ της Γέννησης και των Επιφανείων, όπου πλήθος μεγάλων Χριστιανικών εορτών, θεωρείται επίσης περίοδος μαγείας και θαυμάτων.
(*) Δυσεξήγητο ηλεκτρικό φαινόμενο, όχι όμως σπάνιο σε νύχτες καταιγίδων. Βλέπε, π.χ. “Φωτιές του Αγίου Έλμου”.

Διάβασε αυτήν και άλλη μία ιστορία στο φέησμπουκ:


Πατώντας στο πορτραίτο, βλέπεις άλλα δημοσιεύματα του Άγγ. Κ. ως φιλοξενούμενου σε αυτό το ιστολόγιο.

⭐ ⭐ ⭐
.
.

.
.
Σάββατο, 25 Δεκεμβρίου 2021

Next post : «Νότια Σκέψη»

Previous post : «Drapetomania or Paradise invented»
.

Το Μισοκωλάκι και άλλες τρομακτικές ιστορίες από την Ικαρία σε κόμικς


.
.
(For English go to Eleni's blog)
.
«Εν ηφτάνουσι τα λόγια!»
.
Ζόμπις, νεράιδες, φαντάσματα, παραμύθια και άλλες καριώτικες ιστορίες

Εγκαίνια: Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009 – ώρα 20.00 μ.μ.
Χώρος: bartesera, Κολοκοτρώνη 25, Στοά Πραξιτέλους, Αθήνα.
Διάρκεια: 16 Φεβρουαρίου – 02 Απριλίου 2009

Πήραμε μια παραγγελία (λατρεύουμε τις παραγγελίες!) να διαφημίσουμε αυτήν την έκθεση κόμικς με παλιές ιστορίες από την Ικαρία. Μια από τις ιστορίες είναι το Μισοκωλάκι (ή Μισικωλάκι) την οποία ξέρω και μου αρέσει πολύ. Έχει έναν τζοχάδα πατέρα, μια μάνα με καταπιεσμένα μητρικά, έχει κουκιά, έχει ένα μικρό και ελλιποβαρές, κυνηγημένο πλην έξυπνο παιδί, έχει μια κακιά και ηλίθια μάγισα, έχει μια απιδιά και έχει και μουσική με πηδαύλι, πάει να πει φλογέρα.

.

.
he's an avid tree climber, by googoojue | Flickr

source

.

.

Παίρνω λοιπόν και σας δείχνω πρώτα την ζωγραφιά του κομίστα Θανάση Ψαρρού που βρήκα στην προδημοσίευση στο site της συντεχνίας τους comicart.gr που δείχνει την κακιά μάγισα κάτω από την απιδιά.

misikolaki Ikaria 4

και αντιγράφω την ιστορία στην πιο αυθεντική hardcore αιματοβαμένη version σε επίσης hardcore παλιά Ικαριακή διάλεκτο η οποία κατά τη γνώμη μου ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτή την ιστορία. Απολαύστε λοιπόν τον αληθινό, τον δικό μας Κοντορεβυθούλη -κι όποιος αντέξει.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΜΙΣΙΚΩΛΑΚΙ

(καταγραφή και επιμέλεια Αλέξ. Πουλιανός, Ικαριακά Γράμματα, 1959)

misikolaki Ikaria

 

Μια φορά γκι’ ένα γκαιρό ήτανε ένας πατέρας και μια μάνα. Τώχανε μεάλο γκαμόμ που εν ηκάνασιν παιδιά. Μια μμέραν ο πατέρας ήλειπεν όξω στα χωράφια. Η μάνα ‘ πόμεινε σπίτιν να μαηρέψει. Το λοιπόν, εκεί που ξεμάτιζεν κουκιά, της ήρτεν να πει. Άχου Παναΐα μου κι’ ας ήταν νάταν παιδιά ικά μου τα κουκιά πούχω στην ποδιά. Έν ηπρόλαεν να τελέψει τη γκουέντα κι’ ούλα τα κουκιά εγινίκασιν παιδιά. Ούλο το σπίτι ήτανε ένα μονοφώνι αφ’ το ταβατούρι που κάνασιν. Εκεά ‘πισπέρα ηποϋρίστην κι’ ο άντρας της. Άμα είδεν μεσ’ στο σπίτι ένα σωρόν παιδιά ησάστισε. Η γυναίκα μαθόν τούπε πως έτσι, αφ’ το μεράκιν της που εν ήκανεν παιδιά της ξέφυγεν ο λόγος κι’ είπε να γίνονταν τα κουκιά παιδιά. Και κείνα μαθόν εγινήκασι. Έναν γκερεμέ ηκλαίασιν και ηφωνάζασι τα παιδιά κι’ ηγυρεύγασιν ψωμί. Και που ο κακοοίρης να μπουκώσει τόσα στόατα. Εκεά ηθύμωσε κι’ ηπήρεν την τσατήρα και τάσφαξεν ούλα.

Μετά λίην ώραν του συνέμπε κι’ είπεν της γυναίκας του:

– «Κρίμας, να η γκρατήσω ένα να τώχομε συντροφιά να μας φυλάει και την απιδιά».

Ά, ηξέχασα να σας πω. Τον γκαιρόν που ξεμάταν τα κουκιά η γυναίκα, της ξέφυγεν το μαχαίρι κι’ ηχάραξεν το πίσω του κουκιού. Άμα ήγινεν παιδίν αυτό το κουκί, φγήκεν κοψοκωλιασμένο. Εν ήταν βαρονούσικο. Την ώρα που σφαζόντανε τα’ αέρφια του, αυτό ηπήεν άθορο, κρυφά-κρυφά κάτ’ αφ’ τη μυλόπλακα του χερόμυλου κι’ ησκεπάστηκε με τη λακανίδα κι’ ηπερίενεν πια τα’ αποϊσόμενο.

Άμα ήκουσε τον πατέρα να λέει πως ήθελε νάμενεν ένα ζωντανό, σηκώνει τη λακανίδα και σαρτέβγει μεσ’ τη μέση. Άμα τώδε τα’ αντρόυνο, ηχαρίκανε κι’ ήμεινε πια παιδίν τους. Επειδής ήτανε κοψοκωλιασμένο, το ‘νοματίσανε από τότες Μισικωλάκι.

Την άλλη μμέρα κιόλας του δώσανε ένα μπιδαυλάκι και το στείλανε να φυλάει την απιδιά.

Το Μισικωλάκι ηνέβηκε απά στην απιδιά και ηπιδαύλιζε.. Κείνην την ώρα πέρασε μια γρε και τώδε, ύστερις του φώναζε με παρακάλια.

Έ, μισι-Μισικωλάκι Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι

Να χαρείς το πιδαυλάκι

Το Μισικωλάκι ήκοψεν έναν απίδιν και της τώριξεν κάτω. Η γρε καμώνονταν πως ηπαιδέβγετο να το βρει. Αυτή εν ήτανε γρε, ήτανε μάγισσα κι’ ήθελε να τα’ αρπάξει το Μισικωλάκι και επειδής εν ημπορούσε να σκαρφαλώσει στην απιδιά, ηπολεμούσε να το κάμει να κατέβει και να το φέρει χεροβολιά. Ηγύρισεν πάλιν η γρε κατ’ απάνω του και τούλεε.

Έ, μισι-Μισικωλάκι Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι

Να χαρείς το πιδαυλάκι

Το κακόοιρον το Μισικωλάκι της ήριξεν κι’ άλλο. Η γρε πάλι το χχαβάν της: «Έν το βρίσκω. Ε καλοβλέπω κι όλας. Κατέβα να μου το βρεις».

Το Μισικωλάκι μ’ ένα σάρτο κατέβηκεν κάτω. Τ’ αρπά η μάγισσα και το μπουζουριάζει στο φυλάκιν της. Ύστερα τ’ ανεκρέμασε στημ πλάτην της κι’ ηπήαινεν σπίτιν της. Άμα ήνοιξεν τη μποριά της αυλής ηφώναζεν της κόρης της:

Άναψε Μαρού το φφούρνο Και καλό μμεζέ σου φέρνω.

Ήμπε στο σπίτιν της η μάγισσα κι’ ‘πόθεκεν το φυλάκιν απά στημ πεζούλα. Ήβγαλεν από μέσα το Μισικωλάκι και τόβαλε σ’ ένα τσουάλιν κι’ από πάνω τώδεσε. Ύστερις επίπεν της κόρης της. Εγώ πααίνω να κάμω κι’ άλλη ββότα. Άμα πυρώσει ο φούρνος να το ρίξεις μέσα το Μισικωλάκι μαζί με το τσουβάλι κι’ άμα γυρίσω νάχεις έτοιμον οφτόν να φάμε. ¨ηγυεν η μάγισσα κι’ ήμεινεν η κόρη της με το Μισοκωλάκι. Άμα ηπύρωσεν ο φούρνος, ηπήεν η κόρη να σηκώσει το Μισοκωλάκι αλλά ησκέφτηκε που δεν ήξερε πώς να το ψήσει. Κι’ ήλεε πώς να κάμω να το ψήσω.

Το Μισικωλάκι που τάκουσεν από μέσ’ στο τσουάλι της είπε: βγάλε με από δω μέσα να σου δείξω πώς να με ψήσεις.

Ηπίστεψεν η Μάρω και το λευτέρωσε.

Το Μισικωλάκι ήρχισε να τη δασκαλέβγει. Να έτσι να θα κάμεις και θα με βάλεις μέσ’ το τσουάλι κι’ ήπιασε τη Μάρω και την τσουβάλιασε. Ύστερις θα πιάσεις τους δυό πουγούνους του τσουβαλιού και θα τους δέσεις σφιχτά –και τώλεε και τώκανε. Κι έτσι κατάφερε κι’ έβαλε τη Μάρω με το τσουβάλιγ και την ήριξε με στο φούρνο να ψηθεί. Απός ηψήθηκε την ήβγαλεν όξω, της ήκοψεν το σηκώτιν και το σέρβιρε στο τραπέζι για να το φάει η μάγισσα. Ύστερις ησηκώθην κι’ ήφυε.

Άμα η ηποϋρίστην η μάγισσα βρήκε το τραπέζι στρωμένο με το σηκώτιν κι’ ήπεσε με τη μούρη και τώφαν. Ηφώναζεν και της Μάρως αλλά δεν απεκούσε.

Ηπήεν κι’ ήψαξε στο κρεβάτιν της και δεν την ήβρε πούμετα. Τότες το κατάλαβεν πως ήφαεν το σηκώτιν της κόρης της. Παίρνει το φυλάκιν της πάλιν και τρέχει και πά στην απιδιά. Εϊδεν το Μισικωλάκι ανεβασμένο στο δέντρο κι’ ήπαιζεν το πιδαύλιν του και τούλεεν πάλι.

Έ, Μισι-Μισικωλάκι Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι

Να χαρείς το πιδαυλάκι

Το Μισικωλάκι της ήριξεν ένα. Έν το βρίσκω ήλεεν πάλιν η γρέ. Το Μισικωλάκι όμως ηπονηρεύτηκεν πια και έν ηξανακατέαινεν. Ύστερις τούλεεν η μάγισσα. Πες για μπάρε μου πώς να κάμω ν’ ανέβω να κόψω ατή μου.

Να βάλεις πιάτα-πιάτα να πατήσεις και ν’ ανέβεις. Ήβαλλεν πιάτα-πιάτα, ηπήεν να πατήσει, ησπούσαν τα πιάτα, κι’ ήπεφτεν κάτω.

Και πάλιν τούλεε, πώς να κάμω ν’ ανέβω.

Να βάλεις αυγά-αυγά και ν’ ανέβεις. Ησπούσαν και τ’ αυγά κι’ ήπεφτεν πάλι κάτω. Ησπαρούγγωνε η γρέ το θθυμόν της και ηπαρακάλαν πάλι.

Πες μου Μισικωλάκι πώς να κάμω ν’ ανέβω.

Α σου πω τι α κάμεις. Θα πυρώσεις ένα σίδερο στη φωτιά κι’ απέ θα το περάσεις στο μπισινό σσου και θ’ ανέβεις μια χαρά.

Ήκαμεν η μάγισσα κατά που της είπεν, ήβαλεν το πυρομένο σίδερο στο μπισινό της κι’ ηφουρλάτνισε κι’ ηπετάχτην μισοούρανα κι’ ήπεσεν κάτω κι’ ήσκασε. Κι’ έτσι ηγλύτωσεν το Μισικωλάκι κι’ ηπήεν σπίτιν του κι’ ηζήσανε καλά και μεις καλλίτερα.

————————–

Σιγά μην και σας δώσω γλωσσάρι – XD
πάρτε αγριαπιδιές!

bloomy sage-leafed pear tree thorny sage-leafed pear tree

 


***********The story also appears in English in my friend Eleni’s blog. It is a lighter version with less roughness and brutality. It looses a lot like this, but you do want your children to be able to sleep at night, don’t you?***********

.

Thursday January 22, 2009 – 10:42pm (EET)

Next Post: “Limani”, “Potami”, “Chorio”, “Panigiri”, “Paralia”

Previous Post: Jurgen the Nomad

.

.

Comments

(9 total)

.

Άψογο! Ούτε που θυμάμαι πότε στο έδωσα αυτό το σκληροπυρηνικό κείμενο…

Friday January 23, 2009 – 02:03pm (EET)

.

Κάπου περίπου μετά που γνωριστήκαμε μ’ αυτό ασχολιόσουν και μου είχε κάνει εντύπωση.

Friday January 23, 2009 – 11:33pm (EET)

.

Done the thing and posted entry. Couldn’t put the images in place either. Needed more banging.

Saturday January 24, 2009 – 01:36pm (PST)

.

Το Μισοκωλάκι

– ένα παραμύθι όπως λέγεται στην Ικαρία σε μία από τις πολλές τοπικές παραλλαγές –
(Αφήγηση: Αργυρώ Γιάκα, ετών 67 από το χωριό Άγιος Πολύκαρπος Δήμου Ραχών Ικαρίας. Καταγραφή: Βασιλική, Μαρία, Βιολέτα, μαθήτριες Γυμνασίου –Απρίλιος 2002)

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Ήταν μια φορά μια οικογένεια μεγάλη και πολύ φτωχή. Μάνα, πατέρας και παιδιά ’εν είχανε να φάνε. Μια μέρα λέει η μητέρα στον άντρα της:
-Τι θα ψήσομεν σήμερα;
Και λέει ο άντρας της:
-Να σου φέρω αλεύρι να ζυμώσεις;
Πήγε λοιπόν το αλεύρι κι αυτή άρχισε να ζυμώνει.
Τα παιδιά ήταν τόσο πεινασμένα, που παίρνανε την ζύμη λίγη-λίγη, την πλάθανε κουλουράκια, τη βάζανε στη φωτιά να ψηθεί και την τρώγανε. Έτσι η ζύμη τελείωσε.
Έρχεται το βρά ’υ ο άντρας της και την ρωτάει:
-Που ’ναι το ψωμί που ’φτιαξες;
Εκείνη του είπε:
-Τα παιδιά έφαγαν όλο το ζυμάρι.
Ο πατέρας γίνηκε θεριό άγριο και ήταν έτοιμος να τα σκοτώσει, αλλά είπε στην κυρά:
-Ετοίμασε τα μικρά, θα πάω να τα ξορίσω.
Αλλά τα μικρά πριν φύγουνε πήρανε μαζί τους φασόλια και στο δρόμο που πηγαίνανε τα ρίχνανε πίσω τους για να μπορούν ύστερα να επιστρέψουν.
Ο πατέρας τα πήγε τόσο μακριά που νόμιζε πως ‘εν θα μπορέσουν να γυρίσουν ποτές μα έλα που τα παιδιά ήταν τόσο πονηρά, που την πρωίαν ήταν πάλι σπίτι. Ο πατέρας όταν τα δε γίνηκε Τούρκος. Λέει της κυράς του:
-Ετοίμασε τα μικρά θα τα xορίσω πάλι .
Αυτή τη φορά πήραν μαζί τους ρεβίθια και ξαναγυρίσανε την άλλη μέρα.
Όταν τα είδε ο κύρης τους να ετρελάθηκε από το θυμό του. Πιάνει το τσεκούρι και τα σκοτώνει ένα -ένα. Το πιο μικρό όμως δεν το πρόλαβε και του ’κοψε μόνο τον πισινό. Ύστερα αυτό πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα μπαούλο. Η κέρα έπιασε κι έκλαιγε και χτυπιόταν:’’Αχ , τι θα κάνουμε τώρα που τα σκότωσες κι είμαστε δίχως παιδιά;’’ Εκεί λοιπόν πετιέται το Μισοκωλάκι και φωνάζει: ΄΄Εγώ είμ’ εδώ΄΄. Τότε ο πατέρας του έτρεξε να το πιάσει, αλλά αυτό έφυγε απ’ το σπίτι και πάλι ’εν το πρόλαβε.
Στο δρόμο που επήενε απάντησε μια γριά μάγισσα. Του λέει: ΄΄Α, εσύ είσαι το Μισοκωλάκι΄΄, και κίνησε να το πιάσει. Εκεί πού ’τρεχε ο μικρός , βλέπει μια αχλαδιά κι ανεβαίνει απάνω. Η γριά από κάτω φώναξε:΄΄Ε , μισέ, Μισοκωλάκι! Ρίξε μου ένα αχλαδάκι΄΄. Το Μισοκωλάκι της έριξε ένα, μα η γριά έκανε τη στραβή και του είπε: ΄΄κατέβα βρε να μου το δώκεις γιατί ’ε βλέπω΄΄. Όμως το παιδί ’εν κατέβηκε γιατί φοβόταν. Τότε η γριά του ξαναφωνάζει: ΄΄ Ε , μισέ, Μισοκωλάκι! Ρίξε μου ένα αχλαδάκι΄΄. Της ξαναρίχνει το λοιπό και εκείνη του φωνάζει:΄΄κατέβα βρε να μου το δώκεις γιατί έχω στραβωθεί…΄΄. Τότε το Μισοκωλάκι κατέβηκε να βρει το αχλάδι. Η γριά όμως είχε μαζί ένα τσουβάλι, πιάνει το Μισοκωλάκι, το βάζει μέσα και το δένει καλά από πάνω.
Στο δρόμο που επήενε φώναζε:΄΄ πύρωνε Μαρού, το φούρνο και καλό μεζέ σου φέρνω΄΄. Κάποτες η γραί πόνεσε τη μέση από το βάρος. Άφηκε το τσουβάλι χάμω και πήγε πιο πέρα να κατουρήσει. Ώσπου να πάει και να ΄ρτει ήβγε όξω το Μισοκωλάκι και έβαλε μες το τσουβάλι πέτρες. Στο δρόμο η γριά από το βάρος τ ΄ακούμπαγε συνέχεια και έλεγε:΄΄ γιατί με κόβγεις, βρε Μισοκωλάκι;΄΄, και όσο έφτανε στο σπίτι έκραζε τη Μαρού να πυρώσει το φούρνο. Πόσωσε η γριά στο σπίτι κι έπιασε ν’ αδειάσει το τσουβάλι. Εκεί που λες γυρίζει το κεφάλι και βλέπει το Μισοκωλάκι πάνω σ’ ένα ράφι. Ήθελε λοιπόν να το πιάσει αλλά έπρεπε να το κάνει με τρόπο. Του φωνάζει:
-Μίλησε, Μισοκωλάκι, πως ανέβηκες απάνου;
Και το πονηρό Μισοκωλάκι της απαντά:
-Έβαλα πιάτα -πιάτα κι ανέβηκα.
Πιάνει η γριά ν’ ανέβει πας τα πιάτα, πέφτει και τσακίζεται.
-Ε, Μισοκωλάκι, πως ανέβηκες απάνω;
-Έβαλα παγκέτες –παγκέτες κι ανέβηκα.
Αρχίζει κι η γριά να βάζει παγκέτες κάνει ν’ ανέβει, πέφτει κατάχαμα.
Τελευταία της λέει το Μισοκωλάκι:
-Έβαλα ένα πυρωμένο σίδερο στον πισινό και ανέβηκα εδώ πάνω.
Παίρνει η γριά τη μασιά, τη ρίχνει μες το ’ζάκι και κάθεται πάνω. Μόλις άγγιξε το πυρωμένο σίδερο, έβγαλε φωνή μεγάλη και απόθανε από τον πόνο. Και έζησε το Μισοκωλάκι καλά και εμείς καλύτερα.

Sunday January 25, 2009 – 10:37pm (EET)

.

Δεν θυμάμαι, αγρίμι, αν σου ‘δωσα κι αυτή την εκδοχή. Τέλος πάντων, όπως βλέπεις είναι από μια γιαγιά το 2002. Με το πέρασμα του χρόνου αυτός ο άγριος τραχύς μύθος «ημέρεψε» κάπως. Μαλάκωσε.

Sunday January 25, 2009 – 10:40pm (EET)

.

Πολύ πείνα, ρε παιδί μου, έπεφτε τα παλιά χρόνια. Να μη τολμάει μια γυναίκα να ευχηθεί να έχει πολλά παιδάκια, έπεφτε μπαλτάς!

Monday January 26, 2009 – 10:20pm (EET)

.
  • DD
  • Offline

Πολλά παιδιά πολλά στόματα… και οι χρόνοι τραχείς και δύσκολοι… Ετσι ξεπέσαμε στην ανυδρία του ενός-δύο παιδιών και στην συρρικνωσή μας… Περισσότερα χρήματα λιγότερα παιδικά γέλια… Αξιζει το τίμημα? ή καλύτερη η πείνα, αυτή του στομαχιού, από εκείνη της καρδιάς!!!
Τέλειο το παραμύθι… αλλά ακόμη καλύτερη η γλώσσα του, η ζωντανή, η ταξιδεύτρα.

Wednesday January 28, 2009 – 07:21am (CET)

.

Α μπράβο! Εσύ, σαν να μου φαίνεται, κατάλαβες γιατί δεν έβαλα γλωσσάρι!

Thursday January 29, 2009 – 08:34pm (EET)

.

The language of the original sounds a bit like «abracadabra» white magic. It has a soothing effect. I read this to my son in a heavy sweet voice with as best old Ikarian accent as I could and he was magnetized!

Friday January 30, 2009 – 03:31am (PST)

.
.

Master Goatsucker Nightjar


____.

.

MasterGoatsucker blinded by the lights of the motorbike during a ride somewhere in the mountains of Ikaria.
Λεβεντο Μπάκι  photo

Google the word “Goatsucker” and you will meet up with the most gothic terror like Werewolf and Roswell creature lore put together. Yet this birdie (Caprimulgus Europaeus) is a completely innocent birdie.

The only wild thing about it is that it flies noiselessly through the trees and it looks a bit like a nighthawk. By no way does it milk goats at night, nor does it cut their throats to drink their blood. It feeds on night butterflies and moths of which Ikaria has plenty and I suspect that if there were more of this bird and other night fowl on the island, there would be much less of this pest

__Κάμπια της Κουμαριάς by Karl Hauser __a moth by IRDKETAS __Body Snatchers by Nicote

and I wouldn’t have to cover my skin with talcum powder when I walk through the bushes.

lil shinnery goddess

Στα Ελληνικά πάντως προτιμώ να το λέμε «Γιδοβυζάχτρα» κι ας σημαίνει το ίδιο με το Ισπανικό Chupacampra ( μπρρρ…). Τι δηλαδή, να το λέμε «Δοχείο Νυκτός«?

Άλλωστε είναι τόσο όμορφο το αρχαίο ελληνικό όνομά της, «Αιγοθηλή»!!!
(βλ. σχόλιο παρακάτω)

____

Saturday November 22, 2008 – 01:26pm (EET)

Next Post: Jurgen the Nomad

Previous Post: Ikaria in Images (1)

____

Comments

(5 total)

.

Another super photo of a rarely seen wonderful night creature and I know that you haven’t posted your best! Why are you such a smart ass?

Sunday November 23, 2008 – 04:17am (PST)

‘cuz i sat with the best teachers 😛

Sunday November 23, 2008 – 08:10pm (EET)

.

Δεν μοιάζει ούτε με βρυκόλακα ούτε με δοχείο νυκτός. Έχει βέβαια μια παράξενη φωνή σαν να σου κάνει κάποιος πλάκα πίσω από τους θάμνους τη νύχτα, όμως τίποτα πιο τρομερό από αυτό. Μου κάνει εντύπωση που στην Ικαρία αν και ήμαστε τόσο ευαίσθητοι στις ιστορίες τεράτων, αυτά τα πουλιά δεν έχουν συνδεθεί με κάτι φρικιαστικό. Τα θεωρούν κουκουβάγιες και είναι οκ.
Όμως -μπορεί να μη ξέρεις- στους Φούρνους υπάρχει ένας θρύλος για chupacampra. Google it και πες μου τη γνώμη σου.

————————————–

Ωραία φωτογραφία! Δύσκολο!
————————————–

Έχω το εξής πρόβλημα. Και πολλά νυχτοπούλια θέλω να βλέπω και να ακούω, και εσένα με το δέρμα σου σκεπασμένο με ταλκ να μοιάζεις με (όμορφο) φάντασμα. Πρέπει να διαλέξω;

Monday November 24, 2008 – 02:09pm (EET)

Πασίγνωστο το «τέρας των Φούρνων» που ήταν κάτι σαν πελώριος σκύλος (The Hound of the Baskervilles) που κολυμπούσε από νησί σε νησί και έκοβε τον λαιμό των κατσικιών και έπινε το αίμα τους -υποτίθεται. Όλα φυσικά ήταν συνομωσία μεταξύ κτηνοτρόφων, ζωοκλεφτών και του κτηνίατρου για να δικαιολογήσουν μαζικούς φόνους κατσικιών λόγω εδαφικών αντεκδικήσεων. Μια βεντέτα, δηλαδή.
Πράγματι υπήρχε και κάποιο σκυλί -ένα κακόμοιρο γερμανικό τσοπανόσκυλο που είχαν εγκαταλείψει τουρίστες – το οποίο μεσ’ την απελπισία του, ίσως είχε σκοτώσει καναδυό κατσίκια για να τραφεί. Σ’ αυτό το κακόμοιρο πλάσμα (το οποίο προφανώς σκότωσαν αργότερα στα κρυφά) τα έριξαν όλα! Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν διάφοροι γνωστοί ουφολόγοι και τερατολόγοι.

Που τα ξέρω; Ε, τα ξέρω. Όταν γυρίζει κανείς τις ερημιές πρέπει να ξέρει και να μαθαίνει πολλά. Μην με περάσουν κι εμένα για chupacampra! Γι’ αυτό και πάντα λέω σε κάποιο καλό τύπο ντόπιο (ή αφήνω να με δει και να καταλάβει) που πάω.

_________________________
Ευχαριστώ για τα περί της φωτογραφίας.
_________________________
Ε καλά και χωρίς ταλκ καλή δεν είμαι; χαχα -;)

Tuesday November 25, 2008 – 11:39am (EET)

.

The Hound of the Baskevilles in Fournoi????? aaaaaaaaaaaaaaaa!
Why do you NEVER tell ME stories like that?

Wednesday November 26, 2008 – 03:45am (PST)

.

.

Cozied Up


.
.

coziedup

Old entry updated on November 10, 2012.

The same things over again, just a few newer thoughts…

Roof over our heads for the winter in Ikaria
.
So again I am taken in to spend the winter
.
room
.
and again I hope this old roof  above our heads holds, because if not,
I and my friend Elina Picking Olives 1
who I have been picking olives with, will have to find a shelter, something maybe like this.
.
photo
an eventuality that’s making us laugh and think about the life of one of the patron saints of this island, Saint Theoktisti of Lesbos, an ascet whose adventurous life you can read in Paros life magazine in two issues: St. Theoktisti (part i) and St. Theoktisti (part ii) She seemed to be an Aegean version of St Mary of Egypt
.
Saint Mary, also known as Maria Aegyptica
so the icons testify
Poor little thing, she had escaped the pirates and she was living in the forests (!!!) of Paros all naked and wild, trusting only to God until near the end of her life she was discovered by a pious hunter who gave her a christian burial. Later her bones were considered holly and miraculous and they somehow ended up in Ikaria.
.
After the proliferate, here’s the asceticAbout the old convent that those bones were kept (until they disappeared and probably hidden somewhere for safety) Eleni has written a few lines in her blog long ago but they are still valid:
.
(At Theoskepasti, the old mushroom shaped chapel of St Theoktisti in Ikaria) «…the natural, human and divine connect and there are some typical Ikarian concepts involved too, such as balance (the rock), poverty (obvious), economy (obvious too), integration and harmony with nature (though it’s by no means small, you can’t see it until you are actually there). So I’d call this a “lowlight” an Ikarian highlight!«
.
.Devil's nuns Ikaria
Anyway, I hope that we won’t become too ascetic this year or any other year. It’s as thorny here as to make any serious ascet envious…
Yet Immortality will have to wait.Skywatcher
And (though it’s tempting) we won’t be Miss Anielas either
.

We’d better repair that roof the soonest possible ’cause our boyfriends are coming to visit!!!

we