Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ


.
.

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

στη Ν.
.

Χρωστάω την παρακάτω παλιά ιστορία στην μητέρα της φίλης Ι.Κ., που την άκουσε από τη μαμά της, που τότε ήταν μικρό κορίτσι περίπου 11 χρονών. Την άκουσα στο φιλόξενο σπίτι τους στον Αρμενιστή το έτος 1995, και άρα, μετρώντας τις γενιές προς τα πίσω, υπολογίζω ότι η ιστορία αυτή συνέβη στα 1915- 1920.

Εκείνη τη εποχή ακόμα, σε κάποιες μακρινές περιοχές της Ελλάδας, και ιδιαίτερα στα νησιά, οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα έρημα βουνά κατοικούνται από δαίμονες που βγαίνουν τη νύχτα – δαίμονες επικίνδυνους, εκμαυλιστές, άρπαγες, απατεώνες, σκανδαλιστές, όργανα του σατανά.

Γι’ αυτόν τον λόγο, αν έχετε προσέξει, τα χωριά π.χ. της Ικαρίας, είναι κυκλωμένα από διάφορα μικρά ξωκλήσια. Αυτά βρίσκονται πάντα πάνω στα μονοπάτια στις εισόδους/εξόδους των οικισμών και των καλλιεργημένων εκτάσεων γύρω τους, ενώ τα μακρινά χωράφια είχαν κι αυτά το ξωκλήσι τους το οποίο συνήθως βρισκόταν στο κέντρο τους ή σε άλλη περίοπτη θέση κοντά τους.

Ο λόγος της ύπαρξης τους ήταν μαγικο/θρησκευτικός: οι δαίμονες, πλησιάζοντας και βλέποντας τον σταυρό, τρέπονταν σε φυγή κι έτσι τα δόλια νυκτερινά σχέδιά τους εναντίον π.χ. της σοδειάς, των ζώων ή των ανθρώπων, ματαιώνονταν.
Μιλάμε για μια εποχή που οι άνθρωποι πήγαιναν παντού με τα πόδια και συχνά νύχτωναν στις ερημιές, είτε γυρίζοντας από τους αγρούς, είτε επιστρέφοντας από δουλειές ή ταξίδι. Επίσης πολύ συχνά, όταν ήταν να κάνουν κάποια μεγάλη διαδρομή, έφευγαν από τα σπίτια τους αρκετές ώρες πριν χαράξει – βαθιά νύχτα – όταν οι δαίμονες ήταν ακόμα ξαπολυτοί και ασύδοτοι στα βουνά.

Μια τέτοια ώρα, μαύρα μεσάνυχτα, ξεκίνησε η προγιαγιά της Ι.Κ. από το χωριό Μ. της βόρειας Ικαρίας για να πάει στον Άγιο (*) στην άλλη άκρη του νησιού για να προλάβει το δικαστήριο που θα δικαζόταν μια υπόθεσή της. Πολλοί άλλοι από πολλά χωριά θα πήγαιναν εκείνη τη μέρα στην πρωτεύουσα διότι το δικαστήριο, βλέπετε, ήταν περιοδεύον και οι ημερομηνίες των συνεδριάσεων ήταν αποκλειστικές. Όποιος δεν πήγαινε, έχανε τη δίκη, ή έπαιρνε αναβολή, δηλαδή, πάλι έχανε.

Ήταν μια κρύα αλλά ήσυχη νύχτα του Δεκέμβρη. Οι θύελλες της ισημερίας είχαν περάσει ενώ σε λίγες μέρες άρχιζε το 12ήμερο (*) των Χριστουγέννων. Αρκετοί χωριανοί είχαν ξεκινήσει ήδη να πάνε κι αυτοί στο δικαστήριο, κι έτσι η γυναίκα δεν ένιωθε φόβο. Μάλιστα σήκωσε και πήρε μαζί της την κόρη της για παρέα. Ήθελε κιόλας, όπως έλεγε, “να της δείξει τον κόσμο”, δηλαδή, την πρωτεύουσα και το πλήθος απ’ όλα τα μέρη του νησιού, που θα μαζευόταν εκεί για το δικαστήριο.

Μάνα και κόρη πήραν τον δρόμο λοιπόν στο φως της άστρων, κι ανηφόριζαν, όλο ανηφόριζαν για το βουνό. Περνώντας από τις τελευταίες αγροικίες, έκαναν τον σταυρό τους στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη – τελευταίο φύλακα της χριστιανικής επικράτειας – και μπήκαν στα βαθορούμανα που έζωναν τις βουνοκορφές. Στην κορυφή ενός λόφου, στάθηκαν μαζί με άλλους στο ξέφωτο, μίλησαν λίγο – ένα μικροσκοπικό αλλά κατάμαυρο συννεφάκι στον ουρανό ήταν κάπως ανησυχητικό – σταυροκοπήθηκαν πάλι και ξαναξεκίνησαν.

Στον δρόμο, άλλοι βαδίζοντας γρήγορα, άλλοι πιο αργά, η αρχική ομάδα διαλύθηκε λίγο-λίγο, κι οι δυο γυναίκες βρέθηκαν να βαδίζουν μοναχές τους. Κανένας λόγος, όμως, ανησυχίας. Μόνο αυτό το μικρό μαύρο συννεφάκι που έμοιαζε κολλημένο στο ίδιο σημείο από πάνω τους, τι σημάδι να ήταν; Ευτυχώς, από τη μεριά της Σάμου, στην ανατολή, το σκοτάδι της νύχτας είχε σπάσει – μόλις αχνόφεγγε μια χαρακιά. Σε δύο ώρες θα ξημέρωνε.
Φτάνοντας στα οροπέδια, κατάκορφα στον Αθέρα, έφεξε τόσο ώστε άρχισαν επιτέλους να βλέπουν λίγο το δρόμο μπροστά τους. Ωστόσο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το συννεφάκι μεγάλωσε, μεγάλωσε κι άλλο, τα αστέρια χάθηκαν, χάθηκε και το χάραμα, έγινε πίσσα σκοτάδι.

Η πρώτη αστραπή ήταν ξερή. Η δεύτερη όμως έφερε μια μονοκόμματη γερή βροχή – νερό με τους κουβάδες.

Η μάνα, ξέροντας τα κατατόπια, τραβήχτηκε με την κόρη της και κρύφτηκαν κάτω από μια καμάρα – θολωτό βράχο σαν σπηλιά, γνωστό σε όλους τους διαβάτες. Έβλεπαν το νερό απ’ έξω να πέφτει σαν κουρτίνα, τις αστραπές, τους κεραυνούς…
– Μάνα, τι να γίναν οι άλλοι;
– Σε κάποια καμάρα θα είναι κι αυτοί.
– Θα χάσεις το δικαστήριο, μάνα.
– Μόλις κόψει θα ξεκινήσουμε. Δεν θ’ αργήσει.

Πραγματικά, όσο γρήγορα κι άγρια είχε ξεκινήσει η μπόρα, τόσο γρήγορα έκοψε, κι έγινε μια ήσυχη σταθερή βροχή. Μάνα και κόρη ξεμύτισαν από την καμάρα, όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσαν δυνατό ποδοβολητό. Κάποιος ερχόταν τρέχοντας.

Στο φως της χαραυγής, και πότε-πότε, μιας μακρινής αστραπής, φάνηκε μια σκοτεινή αντρική φιγούρα που πλησιάζει γοργά, βγάζοντας ήχους σαν βογγητά, με το περίγραμμά της να φέγγει με κάτι σαν λαμπερή άχνη που γυάλιζε.
– Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά!
– Μάνα, τι είναι; Ποιος είναι;
– Δαίμονας! Κρύψου!

Η κόρη όμως δεν υπάκουσε αλλά έμενε να κοιτάζει έκθαμβη τον δαίμονα που ερχόταν καταπάνω τους αχνιστός. Μέσα στο μούχρωμα η μορφή του φαινόταν πια καθαρά. Κράταγε κάτω από τη μασχάλη του ένα πακέτο και ήταν γυμνός – ολόγυμνος!

.

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

.

Η μάνα σκέπασε τα μάτια της κόρης της με τα χέρια της. Πες την προσευχή σου, την διέταξε, και σάωσε. Είναι σίγουρα οξαποδώς, κάτι έχει κλέψει, το πάει στην τρύπα του. Αν δεν μας πάρει χαμπάρι, θα πάει στον αγύριστο, θα φύγουμε κι εμείς, να βρούμε τους άλλους.
– Μάνα, γιατί είναι γυμνός; Γιατί φέγγει έτσι;
– Σάωσε, λέω! Δεν είδες τίποτα. Λέγε την προσευχή σου!

Τέλος πάντων, χάθηκε ο δαίμονας πίσω απ’ τα βράχια, πέρασε λίγη ώρα, κι η μάνα κι η κόρη ξεκίνησαν δειλά-δειλά να περπατούν μέσα στο ψιλόβροχο. Άλλωστε είχε πια σχεδόν ξημερώσει. Έτσι πηγαίνοντας, βρεγμένες, λασπωμένες, τρέμοντας από το κρύο, αλλά κι απ’ τη φρίκη, έφτασαν στ’ Απερίχου κι είδαν από μακριά τα εκκλησάκια των χωριών ίσα κάτω. Εκεί στάθηκαν κι έκαναν τον σταυρό τους κι ήρθε λιγάκι η καρδιά τους στη θέση της. Στο μεταξύ η βροχή σταμάτησε κι ένας λαμπρός πρωινός ήλιος φώτισε το χειμωνιάτικο τοπίο των βουνών και το ήρεμο βαθυγάλανο πέλαγος.

Κι έτσι έφτασαν στον Άγιο – και μάλιστα στην ώρα τους. Στο Διοικητήριο ο κόσμος είχε μαζευτεί και ο γραμματέας διάβαζε τον κατάλογο των υποθέσεων της ημέρας. Όμως τι εμφάνιση ήταν αυτή που είχαν όλοι; Οι πάντες βρεγμένοι ως το κόκκαλο, λασπωμένοι, βρώμικοι, άλλοι σκεπασμένοι με τσουβάλια, άλλοι ξυπόλητοι με τα καλά τους παπούτσια στο χέρι – είχαν βλέπεις φάει όλη τη βροχή στον δρόμο. Κανείς δεν είχε κάνει πίσω, να βρει απάγκιο, να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν έμπαινε θέμα να χαθεί μια δικάσιμος! Το περιοδεύον δικαστήριο, εξάλλου, ήταν και ένα σπουδαιότατο κοινωνικό γεγονός. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα – “μάθαινες τον κόσμο”.

Εκεί λοιπόν που περίμεναν τη σειρά τους η μάνα κι η κόρη, βλέπουν να βγαίνει από το κτίριο ο πρώτος που δικάστηκε η υπόθεσή του. Ήταν γνωστός τους, γείτονας από το ίδιο χωριό – χαρούμενος διότι, ως φαίνεται, η δίκη του πήγε καλά. Ήταν νέος, μεγαλόσωμος, στιβαρός, και πράγμα πολύ παράξενο, δεδομένων των περιστάσεων, έδειχνε άψογα ντυμένος με το κυριακάτικο κοστούμι του σιδερωμένο και τα παπούτσια του γυαλισμένα, τέλεια, σαν καινούρια.

“Καλημέρα κουμπάρε” του λέει η μάνα. “Ήρθες στον Άγιο αποβραδίς; Εδώ ξημερώθηκες;”
“Όχι δα” λέει αυτός. “Ξεκίνησα κι εγώ σαν κι εσάς – νύχτα ήταν ακόμα. Όμως άργησα λίγο και δεν σας βρήκα στον δρόμο”.
“Και πως και δεν βράχηκες; Κοίτα εμάς, τα χάλια μας…”
“Α, ναι. Που λες, εκεί που περπατούσα κι άρχισε να βρέχει, λέω, πάει το καλό μου κοστούμι, πάνε τα παπούτσια. Κοιτάζω γύρω μου, μόνος μου είμουν, τα βγάζω όλα, τα κάνω πακέτο κι αρχίζω να τρέχω. Τρέχοντας, λέω, θα φτάσω πιο γρήγορα και θα μένω και ζεστός. Έτσι, σου λέω, έπεφτε και έφευγε η βροχή από πάνω μου σαν σύννεφο καθώς έτρεχα. Μόνο που στον ανήφορο, λίγο πριν το διάσελο, εκεί που είναι η καμάρα – την ξέρεις – λαχάνιασα κι άρχισα να κοντανασαίνω. Κι ο ιδρώτας πολύς, πάρα πολύς. Σαν καπνός έβγαινε απ’ το δέρμα μου. Μα που να σταματήσω; Είχα, βλέπεις, φοβηθεί και λιγάκι. Μου είχε φανεί σαν να έφεγγα, ένα πράγμα, σαν να έβγαζα φως (*).
Οι δαίμονες, λέω, θα ΄ναι, με βάζουν σε πειρασμό. Έκανα τον σταυρό μου και συνέχισα. Στα χωριά τ’ Απερίχου έβαλα τα ρούχα μου, στη Λευκάδα έβαλα τα παπούτσια μου, και να ‘μαι!”

– Να χαίρεσαι κουμπάρε, έχεις μυαλό! Αλλά να φοβάσαι τους δαίμονες, δεν το δέχομαι, κοτζάμ άντρας! Αυτά είναι ψέματα που λένε οι κατσικοκλέφτες για να κάνουν τις δουλειές τους με την ησυχία τους τη νύχτα…

Εκείνη τη μέρα στο καφενείο της πρωτεύουσας η εντεκάχρονη τότε γιαγιά της φίλης μου Ι.Κ. ήπιε το πρώτο της κονιάκ. Την ίδια ώρα η μάνα της κοπάνησε μονορούφι ένα τριπλό!

Άγγ. Κ.

(*) Άγιος Κήρυκος, “Άγιος” για συντομία, η πρωτεύουσα της Ικαρίας.
(*) Το διάστημα μεταξύ της Γέννησης και των Επιφανείων, όπου πλήθος μεγάλων Χριστιανικών εορτών, θεωρείται επίσης περίοδος μαγείας και θαυμάτων.
(*) Δυσεξήγητο ηλεκτρικό φαινόμενο, όχι όμως σπάνιο σε νύχτες καταιγίδων. Βλέπε, π.χ. “Φωτιές του Αγίου Έλμου”.

Διάβασε αυτήν και άλλη μία ιστορία στο φέησμπουκ:


Πατώντας στο πορτραίτο, βλέπεις άλλα δημοσιεύματα του Άγγ. Κ. ως φιλοξενούμενου σε αυτό το ιστολόγιο.

⭐ ⭐ ⭐
.
.

.
.
Σάββατο, 25 Δεκεμβρίου 2021

Next post : «Νότια Σκέψη»

Previous post : «Drapetomania or Paradise invented»
.

9 Σχόλια on “Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ”

  1. Ο/Η egotoagrimi λέει:
    .
    .
    angeloska | Flickr
    Μα τι τέλειο! Πόσο σ’ ευχαριστώ! Τώρα ντρεπομαι…
    Θα το ξαναδιαβάσω και θα ξαναγράψω! ❤ ❤ ❤

    .

    Λαγουδίνα στα χιόνια, Ικαρία

    Αρέσει σε 7 άτομα

  2. Ο/Η angelosk λέει:
    .
    .
    Εγώ σ’ ευχαριστώ!
    Ήθελα να διηγηθώ αυτήν την ιστορία από τότε που είδα που έγραψες αυτό στο άρθρο σου για το Σπιτάκι της Μαμής:

    «Και το πρωί-πρωί, την ώρα που οι διαβόλοι του βουνού κρύβονται στις σπηλιές τους, να βγεις απ’ το σπιτάκι, να τρέξεις στην πεδιάδα, να πας να δεις το χάραμα στων απορρώγων βράχων τις αιχμές, στις κορυφές του κόσμου μας – του μικρού μας κόσμου που όμως, εφόσον το θελήσουμε, αλλάζοντας την οπτική και τη γωνία λήψης, τον κάνουμε μεγάλο.»

    .

    Where devils hide in daytime

    .
    ^^’

    Αρέσει σε 8 άτομα

  3. Ο/Η Love Ikaria λέει:

    Εκείνο που μάθαμε είναι πως οι παλιοί, άνθρωποι και δαίμονες, ήταν πρωταθλητές στο τρέξιμο σε ανώμαλο δρόμο και μάλιστα με κάθε καιρικές συνθήκες! Μπράβο! Υπέροχο κείμενο! Χρόνια Πολλά σε όλους! ❤ Ικαρία!

    Αρέσει σε 7 άτομα

  4. Ο/Η Eleni λέει:
    .
    .

    angeloska | Flickr

    Καθε Χριστουγεννα παντα μας δινεις κατι συναρπαστικό!!!! Οπως περσι το «Εικόνες μιας σύγχρονης λαογραφίας»

    .

    «Εικόνες μιας σύγχρονης λαογραφίας»

    .

    Μαλιστα οταν στηνεις το αρθρο ο ιδιος ειναι πολυ καλυτερο!

    .

    Αρέσει σε 7 άτομα

  5. Ο/Η elinalafina λέει:

    Αθώα αλλά αν προσέξεις, είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία, πολύ καλά γραμμένη. Μοιάζει αυθεντική, και μάλλον είναι. Θέλω να πω, ότι το περιστατικό συνέβηκε πραγματικά! Πρέπει κάποιος να το δοκιμάσει στο σήμερα. Να δούμε, θα τρομάξει κανείς; 😀

    Αρέσει σε 6 άτομα

  6. Ο/Η angelosk λέει:
    .
    .
    Σας ευχαριστώ όλους! ❤ ❤ ❤

    .

    Elina lafina
    Ωραία ιδέα, Ελίνα! Αυτό που λες, να το κάνουμε! Μπορεί στις Απόκριες!

    .
    ^^’

    Αρέσει σε 8 άτομα

  7. Ο/Η girl of the last chance λέει:
    .
    .
    😀 🙂 🙂

    Αυτόματη μετάφραση στα Γαλλικά του:

    «Μάνα και κόρη πήραν τον δρόμο λοιπόν στο φως της άστρων, κι ανηφόριζαν, όλο ανηφόριζαν για το βουνό. Περνώντας από τις τελευταίες αγροικίες, έκαναν τον σταυρό τους στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη – τελευταίο φύλακα της χριστιανικής επικράτειας – και μπήκαν στα βαθορούμανα που έζωναν τις βουνοκορφές. Στην κορυφή ενός λόφου, στάθηκαν μαζί με άλλους στο ξέφωτο, μίλησαν λίγο – ένα μικροσκοπικό αλλά κατάμαυρο συννεφάκι στον ουρανό ήταν κάπως ανησυχητικό – σταυροκοπήθηκαν πάλι και ξαναξεκίνησαν.»

    «Alors la mère et la fille prirent la route à la lumière des étoiles et montèrent la montée jusqu’à la montagne. En passant par les dernières fermes, ils firent leur croix dans l’église de Taxiarchis – le dernier gardien du territoire chrétien – et entrèrent dans les piétons qui vivaient sur les sommets des montagnes. Au sommet d’une colline, ils se tenaient avec d’autres sur la clairière, discutaient un peu – une bulle minuscule mais sombre dans le ciel était un peu dérangeante – se signaient à nouveau et repartaient.»

    Αλλά κατάλαβα! Πολύ καλό! Ευχαριστώ!

    .
    ^^’

    Αρέσει σε 8 άτομα

  8. Ο/Η Θεοδώριχος λέει:
    .
    .
    Σαν να το έζησα! Μπράβο!

    .
    😮

    Αρέσει σε 7 άτομα

  9. […] ο καλος φιλος μας που τα Χριστουγεννα χαρισε στη Νανα ενα υπεροχο κειμενο που ειναι σαν παραμυθι απο την Ικαρια του 1920, χαρισε […]

    Αρέσει σε 7 άτομα


Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.